Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2011

*Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο

     Είχε πάρα πολλά χρόνια ζήσει την άγονη πλήξη μιάς ζωής χωρίς έρωτα, ώστε ακόμα κι ο πόνος που της πρόσφερε ο μπερδεμένος της δεσμός να γίνεται αποδεκτός με καρτερία.

"Αν στην ερημιά ζει το θηρίο, στην πόλη ζει το τέρας", διάβασε κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη, στον Ιώβ νομίζει.

    Τη νύχτα εμφανίζονται πρόσωπα άλλα, διαφορούμενα. Στα σκοτεινά δρομάκια γλιστρούν επικίνδυνες σκιές. Έξω απ' τα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα γυναίκες μισοκρύβονται πίσω από αληθινά ή ψεύτικα κοσμήματα, άντρες παντού με μορφασμό επιδεικτικού πόθου για σάρκα ή για χρήμα, τραβεστί στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου, αστυνομικοί, πλούσιοι επαρχιώτες, μηχανόβιοι.. Μάσκες ακατάληπτες που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή το δαίμονα τους στις άκρες των βλεφάρων, στις άκρες των χειλιών, στις άκρες των δαχτύλων.
  
    Α! Οι παλιές αγάπες πεθαίνουν.
 Πεθαίνουν και πάνε στον παράδεισο, στολισμένες απ' την καλοσύνη της αγίας μνήμης που θέλει να ξεχνά κάθε πίκρα τους, κάθε ώρα κακιά. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, καθαγισμένες, εξωραισμένες, καταξιωμένες μέσα σε σύννεφο νοσταλγίας που ακούραστο μνημονεύει τη δόξα τους και την ανεπανάληπτη ομορφιά τους. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και δεν ανασταίνονται πια. Πεθαίνουν μέσα στο ίδιο το σώμα που τις γέννησε, στο σώμα που αργότερα, από φάτνη έμεινε τάφος ξερός. Τάφος με πολλές και διάφορες απιτύμβιες επιγραφές που, με τον καιρό, αλλάζουν και γίνονται όλο και περισσότερο γενναιόδωρες.

   -Είμαι ηλίθια. Ήμουν ηλίθια. Για να μην υποφέρω κοντά του έφυγα μακριά του και κρύφτηκα απ' τη ζωή. Δειλή, δειλή, δειλή κι ανάξια. Ό,τι αξίζει πονάει, ό,τι δεν αξίζει είναι εύκολο.
    -Και τις δύο εποχές της την έσπρωξε να τρέξει μακριά του, από εκείνη την πανάρχαια ξύλινη σκάλα. Την πρώτη φορά, έφυγε γιατί δεν άντεξε το πολύ του και τώρα, έφυγε γιατί δεν υπέφερε το λίγο του.



Μάρω Βαμβουνάκη*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου